αποθαρρυντικός

αποθαρρυντικός
η , ό[ν] обескураживающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποθαρρυντικός" в других словарях:

  • αποθαρρυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ιωάννη Περβάνογλου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»